- κακοζωγραφίζω
- ζωγραφίζω άσχημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοζωγραφίζω — κακοζωγράφισα, κακοζωγραφίστηκα, κακοζωγραφισμένος, δε ζωγραφίζω καλά: Οι πίνακες αυτοί είναι κακοζωγραφισμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)